- μοσχομυρίζω
- μοσχομυρίζω, μοσχομύρισα, μοσχομυρισμένος βλ. πίν. 33
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
μοσχομυρίζω — και μοσκομυρίζω (Μ μοσχομυρίζω και μουσκομυρίζω) 1. αναδίδω μυρωδιά μόσχου, ευωδιάζω, μοσχοβολώ 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) μοσχομυρισμένος και μοσκομυρισμένος, η, ο ευωδιαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχ(ο) * + μυρίζω] … Dictionary of Greek
ευωδώ — άω (ΑΜ εὐωδῶ, έω) [ευώδης] ευωδιάζω, είμαι ευώδης, μοσχοβολώ, μοσχομυρίζω («σαν περιβόλι ευώδησε», Σολωμ.) … Dictionary of Greek
μοσκομυρίζω — (Μ μοσκομυρίζω) βλ. μοσχομυρίζω … Dictionary of Greek
μοσχοβολώ — έω και μοσκοβολώ, άω [μοσχοβόλος] αναδίδω ευχάριστη μυρωδιά, μοσχομυρίζω, ευωδιάζω … Dictionary of Greek
μόσχ(ο)- — και μοσκ(ο) (ΑΜ μοσχ[ο] , Μ και μοσκ[ο] ) α συνθετικό αρκετών λέξεων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. μόσχος (II) «ελαιώδες αρωματικό υγρό» και έχει τη σημασία ὅτι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) έχει ή αναδίδει ευωδιά (μοσχέλαιο,… … Dictionary of Greek